- φυρατός
- φυρατόςkneadedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυρατός — ή, όν, Α [φυρῶ] φρ. «φυρατὸς ἄρτος» ένζυμος άρτος, ψωμί που έγινε με προζύμι … Dictionary of Greek
φυρατόν — φυρατός kneaded masc acc sg φυρατός kneaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυρατῷ — φυρατός kneaded masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοφύρατος — ον, Μ ζυμωμένος, ανακατεμένος με πηλό («άνθρωποι πηλοφύρατοι, χωμάτινοι τήν πλάσιν», Κων. Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φύρατος (< φυρῶ), πρβλ. νεο φύρατος] … Dictionary of Greek
φυρατοῦ — φυρατής mixer masc gen sg φυρατός kneaded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)